Κλεανθης

Κλεανθης
    Κλεάνθης
    -ου ὅ Клеант (стоический философ, ученик Зенона и глава его школы с 263 г. до н.э.; умер в 220 г. до н.э.) Diog.L., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Κλεανθης" в других словарях:

  • Κλεάνθης — Κλέανθης masc nom sg Κλεάνθης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεάνθης — I (331; – Αθήνα 232; π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος. Το 282 π.Χ. πήγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία και δέχτηκε την επιρροή του Ζήνωνα, ιδρυτή της στωικής σχολής. Αρχικά ήταν αθλητής. Μολονότι ήταν φτωχός, είχε αποδεχθεί την κατάστασή… …   Dictionary of Greek

  • Κλεάνθης, Γεώργιος — (Καρλόβασι Σάμου 1801 – 1839). Ποιητής και Φιλικός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του Αγώνα ως στρατιώτης και γραμματέας του θείου του, Λυκούργου Λογοθέτη. Το 1834 εγκαταστάθηκε στην Κάρυστο της Εύβοιας μαζί με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κλεάνθης, Σταμάτιος — (Βελβεντός Μακεδονίας 1802 – Αθήνα 1862). Αρχιτέκτονας. Θεωρείται εκπρόσωπος της περιόδου του νεοκλασικισμού. Σε νεαρή ηλικία πολέμησε στο Δραγατσάνι και αιχμαλωτίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του πήγε στο Βερολίνο, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Το …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Κλεάνθης — (Πάφος Κύπρου 1910 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (1935 43), γυμνασιάρχης Κερύνειας, Λαπήδου και Μόρφου (1943 59),… …   Dictionary of Greek

  • Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… …   Dictionary of Greek

  • Κλεάνθαις — Κλέανθης masc dat pl Κλεάνθης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεάνθη — Κλέανθης masc voc sg Κλεάνθης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεάνθην — Κλέανθης masc acc sg (attic epic ionic) Κλεάνθης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Клеанф стоик — (Κλεανθης) стоик, ученик Зенона и преемник его в управлении школой, родом из Троады в Малой Азии, жил в середине III в. до Р. Х., был сначала кулачным бойцом; придя в Афины с 4 драхмами, уплатил их Зенону за право слушать его чтение, а по ночам… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Клеанф, стоик — (Κλεανθης) стоик, ученик Зенона и преемник его в управлении школой, родом из Троады в Малой Азии, жил в середине III в. до Р. Х., был сначала кулачным бойцом; придя в Афины с 4 драхмами, уплатил их Зенону за право слушать его чтение, а по ночам… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»